ἀδρανής

ἀδρανής
ἀδραν-ής, ές, ([etym.] δραίνω)
A impotent, feeble, AP9.359 (Posidipp.), Plu.2.373d, etc.;

τὸ -έστατον ταῖς χερσίν LXX Wi.13.19

;

τὴν χεῖρα ἀ. Philostr.

V A3.39;

-έστατοι ζῴων Babr.25.3

; non-efficient, i.e. unreal, Simp. in Ph. 533.19, 815.24; of nations, Arr.Epict.3.7.13: [comp] Comp., less efficacious, Dsc.3.110.
2 deprived of its strength, useless, of iron, Plu.Lyc.9, Lys.17.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀδρανής — impotent masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδρανής — ές (Α ἀδρανής) ο μη δραστήριος, οκνός, νωθρός νεοελλ. ακίνητος αρχ. 1. αδύναμος, ασθενικός 2. (για τον σίδηρο) αυτός που έχει χάσει τη δύναμή του, ο άχρηστος 3. ανύπαρκτος, φανταστικός, πλασματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δραίνω. ΠΑΡ. ἀδράνεια …   Dictionary of Greek

  • αδρανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, νωθρός, ακίνητος: Είναι άνθρωπος αδρανής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδρανῆ — ἀδρανής impotent neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀδρανής impotent masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀδρανής impotent masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδρανέστερον — ἀδρανής impotent adverbial comp ἀδρανής impotent masc acc comp sg ἀδρανής impotent neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδρανεστάτων — ἀδρανής impotent fem gen superl pl ἀδρανής impotent masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδρανεστέρων — ἀδρανής impotent fem gen comp pl ἀδρανής impotent masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδρανές — ἀδρανής impotent masc/fem voc sg ἀδρανής impotent neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδρανέστατον — ἀδρανής impotent masc acc superl sg ἀδρανής impotent neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδρανεστάτη — ἀδρανής impotent fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδρανεστάτην — ἀδρανής impotent fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”